Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(κἀντεῦθεν δόμοι νοσοῦσιν ἀνδρῶν

См. также в других словарях:

  • εντεύθεν — (AM ἐντεῡθεν, Α και ιων. τ. ένθευτεν) επίρρ. 1. (για τόπο) από δω ή από κει («καταπλώσας γάρ... ἐπὶ Φᾱσιν ποταμόν, ἐντεῡθεν», Ηρόδ.) 2. χρον. από ένα καθορισμένο χρονικό σημείο και μετά, από τότε («κἀντεῡθεν ἄλλος ἄλλον ἐξ ἑνὸς κακοῡ ἔθραυε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»